ενασκώ

ενασκώ
(AM ενασκῶ, -έω)
νεοελλ.
εξασκώ, κάνω χρήση δικαιώματος ή ιδιότητας («ενασκεί προεδρικά καθήκοντα»)
μσν.
(για μοναχούς) μονάζω
αρχ.
1. γυμνάζω, ασκώ κάποιον
2. (ενεργ. αμτβ.) γυμνάζομαι
3. είμαι ενυφασμένος, κεντημένος πάνω σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνασκῶ — ἐνασκέω train pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνασκέω train pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνασκέω train pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνασκέω train pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”